Από το Δημήτρη Ραπίδη, πολιτικό επιστήμονα και επικοινωνιολόγο
Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει η πανδημία στην καθημερινότητά μας δεν αφήνει ανεπηρέαστο το κομμάτι της εργασίας. Η τηλεργασία και το δικαίωμα στην αποσύνδεση (right to disconnect) αποτελούν τα δύο βασικά ζητήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις παγκοσμίως, με την ΕΕ να καλείται να επεξεργαστεί ένα νομοθετικό σχέδιο που θα απαντά στις σημερινές προκλήσεις, διασφαλίζοντας τα εργασιακά δικαιώματα, θωρακίζοντας τους εργαζόμενους απέναντι σε φαινόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας, δίνοντας παράλληλα κίνητρα στην επιχειρηματικότητα να αναπτυχθεί με όρους βιωσιμότητας.
Ήδη κάποιες κυβερνήσεις στην ΕΕ κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση, αναγκάζοντας και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη να επιταχύνουν τον βηματισμό τους. Ήδη από το φθινόπωρο του 2020 η προοδευτική ισπανική κυβέρνηση των Σάντσεθ-Ιγκλέσιας κινείται προς τη μείωση των εβδομαδιαίων ημέρων εργασίας από πέντε σε τέσσερις, μειώνοντας αντίστοιχα και τις εβδομαδιαίες ώρες εργασίας. Το νομοθετικό σχέδιο βρίσκεται προ των πυλών, με τη συμμετοχή των σωματείων να είναι ενεργή και την Κομισιόν να παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις, περισσότερο για να δει και η ίδια πως θα κινηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την πλευρά της.
Μάλιστα, η τοπική κυβέρνηση της Βαλένθια έχει προχωρήσει περισσότερο από κάθε άλλη περιφερειακή κυβέρνηση στην Ισπανία στο επίπεδο του σχετικού θεσμικού διαλόγου, έχοντας αναπτύξει μια ενδιαφέρουσα συνεργασία με το βρετανικό κέντρο ερευνών «Autonomy», που ασχολείται με ζητήματα εργασιακής ανάπτυξης. Το πρώτο πιλοτικό πρόγραμμα μείωσης των ωρών εργασίας είχε αναπτυχθεί ήδη από το 2015, με την τοπική κυβέρνηση να έχει διαμορφώσει ένα φιλόδοξο και προοδευτικό μοντέλο για την εργασία, όχι απλώς για να καταπολεμηθεί η ανεργία, αλλά για να αντιμετωπιστούν ευρύτερα τα δομικά προβλήματα που την προκαλούν.
Το πρόγραμμα που βρίσκεται σε εφαρμογή καταφέρνει να συνδυάσει τα αποτελέσματα μιας πολυετούς έρευνας με την εφαρμοσμένη πολιτική, με στόχο να μετουσιωθεί σε μια συγκεκριμένη νομοθετική πρόταση που θα καλύπτει τις ανάγκες κάθε περιοχής και περιφέρειας της Ισπανίας.
Ανάλογες είναι και οι εξελίξεις στην Φινλανδία, όπου από τα μέσα του 2020 η κυβέρνηση της Σάνα Μαρίν προχωρά στην εκπόνηση ενός σχεδίου μείωσης των ωρών εργασίας, ανταποκρινόμενη σε ένα πάγιο αίτημα του προοδευτικού πολιτικού χώρου. Η ομάδα εργασίας της κυβέρνησης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα συμπεράσματα της επιτροπής του Πάαβο Λίπονεν, του τέως πρωθυπουργού της χώρας, ο οποίος την τριετία 1996-1999 είχε για πρώτη φορά προωθήσει την πιλοτική εφαρμογή της 6ωρης εργασίας, με τα αποτελέσματα να είναι ενθαρρυντικά: αυξήθηκε ο δείκτης παραγωγικότητας και αποτελεσματικότητας στις εσωτερικές αξιολογήσεις των εργατικών ενώσεων, αλλά και η ψυχολογία των ίδιων των εργαζομένων. Ανάλογα ήταν τα αποτελέσματα και στην Σουηδία που δοκίμασε πιλοτικά το ίδιο μοντέλο στα μέσα της ίδιας δεκαετίας.
Δύο, όμως, είναι τα βασικά εμπόδια που καθυστερούν την πλατιά εφαρμογή ενός τέτοιου μοντέλου εργασίας, το οποίο θα μπορεί να «κουμπώνει» και με το σημερινό συλλογικό αίτημα για το δικαίωμα στην αποσύνδεση. Το πρώτο είναι η αντίσταση μεγάλου μέρους των εργοδοτών, που επιδιώκουν περισσότερες ώρες εργασίας και μικρότερους μισθούς. Ο δεύτερος λόγος είναι το άμεσο κόστος για μια επιχείρηση ή την εταιρία από τη μείωση των ωρών, τη διατήρηση του ίδιου μισθού και παράλληλα την πρόσληψη νέου προσωπικού για την κάλυψη των υπολειπόμενων ωρών εργασίας. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερο κόστος για την επιχείρηση, μεγαλύτερα οικονομικά «ανοίγματα» και κατά συνέπεια μεγαλύτερο επενδυτικό ρίσκο.
Για να αλλάξει η εργασιακή καθημερινότητα και το σημερινό μοντέλο απαιτείται μια συστηματική προσπάθεια, ώστε να διαμορφωθούν αφενός οι κατάλληλοι ιδεολογικοί και πολιτικοί συσχετισμοί, αφετέρου να υπάρξει γόνιμη συνεργασία όλων όσων ασχολούνται με το ζήτημα της εργασίας: Από την εργοδοσία, τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα, από τα πολιτικά κόμματα και τους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών, μέχρι τα ερευνητικά κέντρα και την ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα που θα πλαισιώσει θεωρητικά και ερευνητικά τα μεγάλα ζητήματα της εργασίας. Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη γνωρίζουν ότι η οικονομική κρίση που βιώνουμε και η ύφεση που αναμένουμε δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τα ίδια εργαλεία που την προκάλεσαν, ανεξάρτητα από το εάν αναπτύσσονται διαφορετικές προσεγγίσεις για το ποια είναι η καλύτερη και πιο αποτελεσματική «συνταγή» για την έξοδο από την κρίση.
Τόσο η ισπανική όσο και η φινλανδική κυβέρνηση αναγνωρίζουν τις δυσκολίες που υπάρχουν για τη μετάβαση σε ένα νέο εργασιακό μοντέλο με όρους βιωσιμότητας, με την πρόταση για μια εβδομάδα τεσσάρων ημερών να κινείται στη σωστή κατεύθυνση, επειδή ακριβώς στοχεύει και στο ζήτημα των ανισοτήτων. Οι ανισότητες βρίσκονται στο πυρήνα των δομικών προβλημάτων του σημερινού μοντέλου, αφορούν το κόστος εργασίας, την ανταποδοτικότητα, τις ευκαιρίες, την ισότητα των φύλων, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα – θεμελιώδη δηλαδή ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν από διαφορετικό πρίσμα. Και, αν θέλουμε να δώσουμε πειστικές απαντήσεις, οι ανισότητες αφορούν και επηρεάζουν τα καταναλωτικά πρότυπα, την ποιότητα ζωής, την ψυχική μας υγεία, τις ανθρώπινες σχέσεις συνολικά και την εξέλιξή μας ως ανθρώπινο είδος.
Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που απαιτείται αλλαγή μοντέλου. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι εάν θα αλλάξουμε κατεύθυνση πλέον, αλλά προς ποια κατεύθυνση και με ποιους όρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου